- Τιθωνός
- Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Λαομέδοντα και της Στρυμώς, και αδελφός του Πριάμου. Τον ερωτεύτηκε η Ηώς, η θεά της αυγής, και απέκτησαν μαζί τον Μέμνονα. Η Ηώς παρακάλεσε τον Δία να κάνει τον Τ. αθάνατο, αλλά λησμόνησε να του ζητήσει να του χαρίσει και την αιώνια νεότητα, και έτσι ο Τ. γέρασε πολύ, παρά τις προσπάθειες της Ηούς να τον κρατήσει νέο. Μόνο η φωνή του διατήρησε τη νεανικότητά της, γι’ αυτό και οι θεοί τον μεταμόρφωσαν σε τζιτζίκι.
* * *ο, ΝΑμυθ. γιος τού Λαομέδοντος και τής Στρυμούς και αδελφός τού Πριάμου, άνδρας έξοχης ομορφιάς, τον οποίο απήγαγε η Ηώς λόγω τού σφοδρού έρωτα που ένιωθε γι' αυτόν και από τον οποίο απέκτησε δύο γιους, τον Ημαθίωνα και τον Μέμνονα ή, κατ' άλλη παράδοση, γιος τής Ηούς και τού Κεφάλου και πατέρας τού Φαέθοντοςαρχ.1. μτφ. γέρος αδύνατος και εξασθενημένος, επειδή ο Τιθωνός έφτασε σε μεγάλη ηλικία μετά από παράκληση τής Ηούς, δεν διατήρησε όμως και την έξοχη ομορφιά του καθώς η σύζυγός του παρέλειψε να ζητήσει από τους θεούς, μαζί με την αθανασία, και την αιώνια νεότητα2. παροιμ. φρ. «ὑπὲρ τὸν Τιθωνὸν ζῆν» — λεγόταν για άνθρωπο που είχε φθάσει σε πολύ βαθιά γεράματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Τιτάν.].
Dictionary of Greek. 2013.